Blog Widget by LinkWithin

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Δεκατρείς ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση

 

Για να διαλυθούν ορισμένοι κυρίαρχοι μύθοι

Σε μια προσπάθεια να διαλύσουμε ορισμένους κυρίαρχους μύθους, για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση (μύθους που κυκλοφορούν ευρύτατα), θέσαμε ορισμένες ερωτήσεις στον ιστορικό Τάσο Κωστόπουλο. Οι απαντήσεις που ακολουθούν (και βασίζονται στις απαντήσεις που μας έδωσε) αποτελούν μια πρώτη απόπειρα, με σύντομο και εύληπτο τρόπο, να διαλυθούν τέτοιοι μύθοι και να έχουμε μια πραγματική εικόνα της ιστορίας της περιόδου.


1. Ο Μεταξάς είπε το ΟΧΙ. Άρα ήταν πατριώτης.


Παρά τη συστηματική καλλιέργεια μιας φασίζουσας προσωπολατρίας επικεντρωμένης στον ηγέτη του «Εθνικού Κράτους» και του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού», αυτός δεν κυβερνούσε μόνος του. Πραγματικό κέντρο εξουσίας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου ήταν το Παλάτι και το «βαθύ κράτος», που υπάκουε πρωτίστως στο βασιλιά. Και ο βασιλιάς Γεώργιος  Β΄ ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στη Βρετανία – τη «θετή και πνευματική του πατρίδα», σύμφωνα με τον άγγλο πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λίπερ. Με τη Βρετανία ήταν στενά προσδεδεμένη και η ηγεμονική μερίδα του μεγάλου κεφαλαίου της εποχής, με πρώτο και καλύτερο το εφοπλιστικό. Παρά το θαυμασμό του ίδιου του Μεταξά, πολλών διανοουμένων και των περισσότερων εφημερίδων της εποχής για τη ναζιστική Γερμανία, δεν έμπαινε ζήτημα σε ποια πλευρά θα στρατευόταν η Ελλάδα σε περίπτωση εμπλοκής της στον Β΄ Παγκόσμιο. Όπως και στον Α΄ Παγκόσμιο, οι γερμανόφιλες μερίδες ήταν αναγκασμένες να περιοριστούν στη διεκδίκηση, το πολύ-πολύ, μιας «ουδετερότητας».



Ο Μεταξάς προσπάθησε να κρατήσει την Ελλάδα έξω από τον πόλεμο. Όπως εξήγησε στους δημοσιογράφους αμέσως μετά την ιταλική επίθεση (30.10.1940), ήταν υποχρεωμένος να απορρίψει το ιταλικό τελεσίγραφο για στρατιωτική κατάληψη κάποιων (μη προσδιορισμένων) στρατηγικών σημείων της χώρας απ’ τον ιταλικό στρατό, καθώς στην αντίθετη περίπτωση θα επενέβαινε στρατιωτικά  η Αγγλία, με αποτέλεσμα τη διχοτόμηση της Ελλάδας και τη μετατροπή του συνόλου της ελληνικής επικράτειας σε πεδίο μάχης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε την πρόσφατη τότε εμπειρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι βενιζελικοί κάλεσαν τους Αγγλογάλλους να αποβιβαστούν στη  Θεσσαλονίκη και οι βασιλικοί παρέδωσαν αμαχητί στους Γερμανοβουλγάρους την Ανατολική Μακεδονία, με αποτέλεσμα την πλήρη καταρράκωση κάθε εθνικής κυριαρχίας και τεράστιες υλικές καταστροφές και ανθρώπινες θυσίας και στις δυο κατοχικές ζώνες. Ο Μεταξάς δεν είχε ουσιαστικά άλλη διέξοδο από την απόρριψη του τελεσίγραφου –  το οποίο ήταν άλλωστε διατυπωμένο με τέτοιο τρόπο, ώσρτε να μην του αφήνει περιθώρια οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης.


Ούτε ο ίδιος ο Μεταξάς ούτε ο (εξίσου γερμανόφιλος) στρατάρχης Παπάγος πίστευαν σε μια επιτυχή απόκρουση της ιταλικής επίθεσης. Ο Παπάγος δήλωνε σε υφισταμένους του (συγκεκριμένα στον επιτελάρχη του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας συνταγματάρχη Γεωργούλη) ότι «θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων», ο δε Μεταξάς σημείωνε στις 29 Οκτωβρίου στο ημερολόγιό του ότι «τον ανησυχεί η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη» που είχε πάρει τον πόλεμο στα σοβαρά.    

2. Ήταν έτοιμος (από τον Μεταξά) ο ελληνικός στρατός να αντιμετωπίσει την ιταλική εισβολή;

Κάθε άλλο. Μοναδική σχεδόν αμυντική μέριμνα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου ήταν η οχύρωση των συνόρων με τη Βουλγαρία με στατικά οχυρά, προορισμένα ν’ αποκρούσουν ενδεχόμενη βουλγαρική επίθεση. Ήταν η περίφημη «Γραμμή Μεταξά», ελληνικό ισοδύναμο της (εξίσου δαπανηρής και, όπως αποδείχθηκε, πλήρως αναποτελεσματικής) γαλλικής «Γραμμής Μαζινό». Τα οχυρά αυτά βοήθησαν στην εξαιρετικά βραχύβια απόκρουση της γερμανικής επίθεσης τον Απρίλιο 1941 επί τριήμερο, στάθηκαν ωστόσο ανίκανα ν’ αποτρέψουν την είσοδο των γερμανικών τανκς από την (αφύλακτη) κοιλάδα του Αξιού, μέσω Γιουγκοσλαβίας τις αμέσως επόμενες μέρες. Σε όλα τα υπόλοιπα πεδία, ο ελληνικός στρατός βρέθηκε στοιχειωδώς μόνο προετοιμασμένος, παρ’ όλες τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες της δικτατορίας. Τα αποθέματά του σε πυρομαχικά, καύσιμα και τρόφιμα δεν υπερέβαιναν (σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του ΓΕΣ) τους 1-2 μήνες κατά περίπτωση, κάλυπτε μόλις το 8% των αναγκών του σε αυτοκίνητα (600 αντί για 7.000), ενώ η αεροπορία (για την οποία είχαν γίνει άπειροι έρανοι και κατασχεθεί οι τραπεζικές καταθέσεις χιλιάδων μικροαποταμιευτών) διέθετε μόνο κάποια δευτεροκλασάτα και ψιλοαπαρχαιωμένα αεροσκάφη PZL πολωνικής κατασκευής.

3. Πώς μπόρεσε λοιπόν και πέτυχε  όλες αυτές τις σημαντικές νίκες ο ελληνικός στρατός;

Οι νίκες του ελληνικού στρατού οφείλονταν σε τέσσερις παράγοντες:

α) Την αριθμητική υπεροπλία των ελληνικών δυνάμεων κατά το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου. Αντίθετα από την προπαγανδιστική εικόνα μιας μικροσκοπικής Ελλάδας αντιμέτωπης με «8 εκατομμύρια λόγχες» του Μουσολίνι, ο ιταλικός στρατός υπερτερούσε έναντι του ελληνικού μόνο στις αρχές του πολέμου (και μόνο στο μέτωπο της Ηπείρου, ενώ σε αυτό της Δυτ. Μακεδονίας / Κορυτσάς οι Έλληνες είχαν εξαρχής υπεροπλία) και ξανά την άνοιξη του 1941, όταν μεταφέρθηκαν στην Αλβανία ισχυρές δυνάμεις για την «εαρινή επίθεση». Στα τέλη του 1940 οι Ιταλοί διέθεταν 200.000 στρατιώτες στη ζώνη των επιχειρήσεων, έναντι 232.000 του ελληνικού στρατού.
β) Το είδος του διεξαγόμενου πολέμου, που επικαθορίστηκε από την τοπογραφία του πεδίου των μαχών: βουνά και μικρές κοιλάδες, με καθοριστικό το ρόλο των μικρών μονάδων και περιορισμό της σημασίας της σύγχρονης τεχνολογίας. Η υπεροχή π.χ. των Ιταλών σε άρματα μάχης, τα οποία ελάχιστα περιθώρια δράσης είχαν σ’ ένα τέτοιο χώρο, ισοφαριζόταν από τα πολύ περισσότερα (υπερτριπλάσια) μουλάρια που διέθετε ως μεταγωγικά ο ελληνικός στρατός.
Σημαντικά επέδρασε αυτή η τοπογραφία και στη μαχητικότητα του ελληνικού στρατού, καθώς αναδείκνυε σε κρίσιμο μέγεθος τη δράση των μικρών μονάδων. Μέχρι το 1945 οι φαντάροι υπηρετούσαν στις μονάδες του τόπου καταγωγής τους μαζί με τους συντοπίτες τους (και μ’ επικεφαλής τους έφεδρους αξιωματικούς-πρώην δασκάλους τους), οπότε η συμπεριφορά του καθενός θα τον συνόδευε –ως θετικό ή αρνητικό πρόσημο– σε όλη τη μετέπειτα ζωή του.    

γ) Την παρουσία του βρετανικού ναυτικού και της βρετανικής αεροπορίας. Το πρώτο δυσκόλευε τον ανεφοδιασμό του ιταλικού στρατού και κυρίως απέτρεπε την απόβαση ιταλικών στρατευμάτων στα μετώπισθεν του ελληνικού (π.χ. στη Νότια Ήπειρο ή την Πελοπόνησσο). Η δεύτερη έβγαλε ουσιαστικά από τη μέση την ιταλική αεροπορία που (με δεδομένη την πρακτική ανυπαρξία ελληνικής) θα καθιστούσε δύσκολη τη ζωή του ελληνικού στρατού. Η διαφορά με τον ελληνογερμανικό πόλεμο του 1941 (και την πλήρη κυριαρχία της Λουφτβάφε) είναι αποκαλυπτική.


δ) Υπήρχε μεγάλη διαφορά ηθικού μεταξύ των δύο πλευρών, που προέκυπτε από τον διαφορετικό χαρακτήρα του πολέμου για την κάθε πλευρά: αμυντικού-πατριωτικού για τους Έλληνες, επιθετικού-ιμπεριαλιστικού για τους Ιταλούς.

4. Ο πόλεμος του 1940-41 ήταν πανεθνικός/ παλλαϊκός, με υπέρβαση των κομματικών και ιδεολογικών διαχωριστικών γραμμών.



Αυτό ισχύει, σε σημαντικό βαθμό, για τη στάση του λαού. Δεν μπορεί  όμως να ειπωθεί το ίδιο για το καθεστώς Μεταξά. Παρά την απουσία συγκροτημένου αντιπολεμικού αισθήματος (πόσο μάλλον κινήματος) και την αποδοχή του αμυντικού πολέμου από όλο το πολιτικό και κοινωνικό φάσμα, το καθεστώς Μεταξά συνέχισε τις διακρίσεις σε βάρος των πολιτικοϊδεολογικών αντιπάλων του.


Στο μέτωπο, οι (χαρακτηρισμένοι ως) κομμουνιστές φαντάροι και όσοι εργάτες βαρύνονταν με συνδικαλιστική δράση κατά τα προηγούμενα χρόνια τοποθετούνταν αναγκαστικά σε «μη μάχιμες» υπηρεσίες (σκαπανείς, συνεργεία οδοποιίας, μουλαράδες), επιτηρούνταν διακρώς απ’ το Α2 και –το κυριότερο– αποκλείονταν από τη διανομή της «Φανέλας του Στρατιώτη» και των άλλων εφοδίων που συγκεντρώνονταν από τους πολίτες.


Στα μετόπισθεν, πολλές χιλιάδες «εθνικά ύποπτοι» πολίτες, ιδίως μέλη μειονοτικών πληθυσμών, εκτοπίστηκαν στα νησιά ή κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου. Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο οι στρατευμένοι νέοι παραμεθόριων νομών (ιδίως στη Δυτική Μακεδονία) να πολεμούν ηρωικά στο μέτωπο και οι γονείς τους να έχουν κλειστεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ως «εθνικά ύποπτοι».


5. Ο Μεταξάς είχε σημαντικό κοινωνικό έργο (ασφαλίσεις, αγροτικός κόσμος) και ήταν αποδεκτός από τον λαό.


Οι κοινωνικές ασφαλίσεις και το ΙΚΑ είχαν θεσπιστεί νομοθετικά από την κυβέρνηση Βενιζέλου πολύ πριν από την 4η Αυγούστου. Ο Μεταξάς ήταν απλώς τυχερός, από την άποψη ότι η χρονική συγκυρία του επέτρεψε να καρπωθεί προπαγανδιστικά το έργο των προηγούμενων δημοκρατικών κυβερνήσεων – με τον ίδιο τρόπο που η δικτατορία των συνταγματαρχών ωφελήθηκε από την οικονομική ανάπτυξη της δεκαετίας του 1960, η οποία είχε ξεκινήσει πολύ πριν το πραξικόπημα του 1967.


Δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο που τεκμηριώνει αποδοχή του Μεταξά από το λαό (πόσο μάλλον αγάπη του λαού προς το πρόσωπό του), σε συνθήκες ελεύθερης έκφρασης. Ο Μεταξάς δεν ήταν κάποια λαοπρόβλητη φιγούρα, αλλά ένας εξαιρετικά φθαρμένος πολιτικάντης μπλεγμένος σε όλα τα μεγάλα σκάνδαλα του Μεσοπολέμου: την τελευταία πενταετία πριν γίνει δικτάτορας, έπαιρνε μετά βίας 1,5-4% στις εκλογές. Επιπλέον, υπήρξε ο κατεξοχήν «κωλοτούμπας» της περιόδου: αν και μοναρχικός, δεν δίστασε ν’ αναγνωρίσει πρώτος το καθεστώς της αβασίλευτης δημοκρατίας τη δεκαετία του 1920 (οι Λαϊκοί το έκαναν μόλις στη δεκαετία του 1930, για να φέρουν το βασιλιά μέσα σε μια τριετία) και να συνεργαστεί με τους βενιζελικούς σε διάφορες κυβερνήσεις.


Στη διάρκεια της δικτατορίας, όταν όλα τα κόμματα είχαν απαγορευθεί, ο Τύπος όχι μόνο λογοκρινόταν προληπτικά αλλά ήταν υποχρεωμένος και να δημοσιεύει τα άρθρα που του έστελνε η υπηρεσία προπαγάνδας του καθεστώτος , οι δε αντιφρονούντες κλείνονταν επ’ αόριστον στις φυλακές ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα βασανιστήρια ήταν στην ημερήσια διάταξη. Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για «αποδοχή» του καθεστώτος, αλλά  για βίαιη επιβολή του. Οι μαζικές συγκεντρώσεις και τα χειροκροτήματα που εισέπραττε (όπως και οι μιμητές του το 1967-74) ήταν διατεταγμένες εκδηλώσεις, η συμμετοχή στις οποίες ήταν υποχρεωτική (επί ποινή απολύσεως για τους δημοσίους υπαλλήλους). Αν ο Μεταξάς αισθανόταν ότι διέθετε «αποδοχή», δεν είχε παρά να κάνει εκλογές και να τις κερδίσει σαρωτικά (όπως έκαναν π.χ. το 1923 οι βενιζελικοί κινηματίες του 1922).


6. Η Αντίσταση ήταν πράγματι Εθνική όπως ονομάζεται;


Για αντικειμενικούς λόγους ήταν και εθνική, εφόσον η χώρα βρισκόταν κάτω από ξένη στρατιωτική κατοχή, με κάθε πολίτη στην απόλυτη διάθεση των ξένων κατοχικών στρατευμάτων (σε αντίθεση με το 1946-49, όταν, παρά την όποια αγγλοαμερικανική κηδεμονία, τον τελικό λόγο για τη διαχείριση, ιδίως, της καθημερινότητας τον είχαν οι ελληνικές κυβερνήσεις και το παλάτι). Αυτό δεν σημαίνει  ότι ήταν πανεθνική: ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας συνεργάστηκε σε διάφορες φάσεις και επίπεδα με τους κατακτητές, ενώ ένα άλλο απέφυγε οποιαδήποτε ενεργό ανάμιξη «στην πολιτική». Η συνεργασία πήρε διάφορες μορφές: από τη συμμετοχή ουκ ολίγων επιχειρήσεων στη γερμανική πολεμική προσπάθεια (παραγγελίες για τη Βέρμαχτ κλπ.) μέχρι τη συμμετοχή σε ένοπλους δωσιλογικούς σχηματισμούς, όπως τα Τάγματα Ασφαλείας.  


Από κει και πέρα, κάθε αντιστασιακή δύναμη είχε το δικό της πρόγραμμα για τη μεταπολεμική Ελλάδα. Το ΕΑΜ είχε το μετριοπαθέστερο και ευρύτερο τέτιοιο πρόγραμμα (αποκατάσταση της δημοκρατίας κι ελεύθερες εκλογές), το οποίο και επιχείρησε να εφαρμόσει στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας το 1943-44, παρά τους περιορισμούς που επέβαλλε η συνέχιση του πολέμου. Ο ΕΔΕΣ, αντίθετα, στο αρχικό καταστατικό του δεν πρόβλεπε καν τη διεξαγωγή αντίστασης εναντίον του Άξονα. Ο ΕΔΕΣ ξεκίνησε την αντιστασιακή δραστηριότητα μόνο κάτω από την αγγλική πίεση, για να ταυτιστεί στη συνέχεια πλήρως με τον αγγλικό παράγοντα• μετά τις πρώτες εμφύλιες συγκρούσεις με τον ΕΛΑΣ το 1943-44, ο ΕΔΕΣ συνεργάστηκε επίσης και αποδεδειγμένα (με βάση τα γερμανικά αρχεία) με τη Βέρμαχτ για την αντιμετώπιση του ΕΑΜ σε τακτική βάση. Βασικός κοσμός και κύρια δύναμη της αντίστασης παρέμεινε μέχρι τέλους το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, η μόνη οργάνωση με πανελλαδική εμβέλεια και στοιχειωδώς αξιόμαχες δυνάμεις.


7. Πώς αντιμετώπισαν οι Άγγλοι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ;
Αρχικά, στο πλαίσιο του παγκόσμιου πολέμου κατά του φασισμού, το ενίσχυσαν με όπλα, εφόδια και χρήματα, για να οργανώσει την αντίσταση στους ναζί. Από τα μέσα του 1943 και μετά, όταν ήταν πλέον σαφές πως ο Άξονας θα χάσει αργά ή γρήγορα τον πόλεμο και οι προτεραιότητες μετατοπίστηκαν σταδιακά από τη στρατιωτική προσπάθεια στο σχεδιασμό της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων, βασικό μέλημα της βρετανικής κυβέρνησης υπήρξε η εξασφάλιση των τοποτηρητών της στη χώρα – με τη διατήρηση, πρωτίστως, του βασιλικού θεσμού. Χωρίς να σταματήσουν πλήρως τη συνεργασία με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, υπέθαλψαν κάθε λογής αντιπολίτευση απέναντί του. Ως όπλο χρησιμοποιήθηκε, ιδίως κατά τη φάση της απελευθέρωσης, και η επισιτιστική βοήθεια των συμμάχων προς τους κατοίκους των αστικών κέντρων και των νησιών.


8. Ποια ήταν η στάση του επίσημου πολιτικού κόσμου και του παλατιού στη διάρκεια της Κατοχής; Πώς αντιμετώπισε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ;

Με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος πριν φύγει στη Μέση Ανατολή), ο αστικός πολιτικός κόσμος απείχε από οποιαδήποτε αντιστασιακή δραστηριότητα, επιδεικνύοντας πλήρη απραξία. Ορισμένοι (π.χ. Τουρκοβασίλης) δεν δίστασαν να προσφέρουν ανοιχτά τις υπηρεσίες τους στους ναζί, ενώ οι περισσότεροι ενέκριναν το σχηματισμό δωσιλογικής κυβέρνησης από τον Τολάκογλου και πολλοί απ’ αυτούς συνασπίστηκαν γύρω από το αντιεαμικό κάλεσμα της τρίτης δωσιλογικής κυβέρνησης του Ιωάννη Ράλλη. Η στάση τους απέναντι στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ υπήρξε από έντονα επιφυλακτική έως ανοιχτά εχθρική.


Η μεγαλοαστική τάξη σε μεγάλο βαθμό συνεργάστηκε με το αζημίωτο με τους ναζί, που (στο μέτρο του δυνατού) σεβάστηκαν την ατομική ιδιοκτησία της στα μέσα παραγωγής, περιοριζόμενοι να επιβάλουν την αξιοποίησή τους υπέρ της πολεμικής προσπάθειας του Άξονα. Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Ράλλη (1943) ικανοποίησε άλλωστε μια σειρά βασικών αιτημάτων της, όπως οι ελεύθερες απολύσεις που η πρώτη δωσιλογική κυβέρνηση είχε απαγορεύσει προσωρινά το 1941. Το αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες απολύσεις και η δραματική κατάρρευση του επιπέδου ζωής των εργατικών στρωμάτων το χειμώνα του 1943-44.


Το Παλάτι ακολούθησε τους Άγγλους στη φυγή τους από την Ελλάδα και συνταυτίστηκε πλήρως μαζί τους. Κι εδώ υπήρξαν όμως κάποιες εσωτερικές διαφοροποιήσεις. Λόγω της γερμανικής καταγωγής και των φιλοχιτλερικών αισθημάτων της, η σύζυγος του διαδόχου Παύλου –μετέπειτα  βασίλισσα– Φρειδερίκη απομακρύνθηκε κατ’ εντολήν της Ιντέλιτζενς Σέρβις από τον άντρα της και στάλθηκε σε «χρυσή εξορία» στη Νότια Αφρική, υπό την επίβλεψη του εκεί πρωθυπουργού Γιαν Σματς. Μέντορας κι εραστής της, ο Γιαν Σματς (ιδρυτής του καθεστώτος του απαρτχάιντ), τιμήθηκε μεταπολεμικά με ανέγερση της προτομής του στη Βουλή των Ελλήνων, από την οποία απομακρύνθηκε μόνο μεταπολιτευτικά, με ενέργειες του Μανόλη Γλέζου. 


9. Είναι αλήθεια ότι η δράση των ανταρτών (και η αντίσταση εν γένει) προξένησε τα αντίποινα των Γερμανών, και άρα ζημίωσε τον τόπο;


Κάθε αντίσταση προκαλεί αντιδράσεις και αντίποινα, συνεπώς δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά με τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Αιματηρά αντίποινα προκάλεσε και η ανοργάνωτη αντίσταση των Κρητικών στους γερμανούς αλεξιπτωτιστές κατά τη Μάχη της Κρήτης (εκατοντάδες εκτελέσεις που συνεχίστηκαν ως τα τέλη καλοκαιριού του 1941). Πάμπολλα θύματα σημειώθηκαν μεταξύ των πολιτών και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου (αεροπορικοί βομβαρδισμοί Κέρκυρας και Πάτρας), πολύ περισσότερα δε κατά τη διάρκεια του ελληνογερμανικού (αεροπορικοί βομβαρδισμοί μιας σειράς πόλεων). Σημαίνει αυτό ότι η Ελλάδα έπρεπε ν’ αποδεχθεί αμαχητί το ιταλικό τελεσίγραφο της 28.10.1940;


Οι πληθυσμιακές ομάδες που επέλεξαν να μην αντισταθούν δεν είχαν, άλλωστε, πάντα καλύτερη τύχη. Το παράδειγμα των εβραϊκών κοινοτήτων είναι αποκαλυπτικό: τα μόνα από τα μέλη τους που επέζησαν ήταν όσα κατέφυγαν στην προστασία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (στην επαρχία) ή στη «παράνομη» βοήθεια της Αστυνομίας Πόλεων και της Αρχιεπισκοπής (στην Αθήνα). Όσοι Εβραίοι πόνταραν στις «καλές προθέσεις» των ναζί, κατέληξαν τελικά στα στρατόπεδα εξόντωσης.
   

10. Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες βοήθησαν τους Εβραίους να ξεφύγουν το Ολοκαύτωμα;


Η στάση του ελληνικού πληθυσμού απέναντι στους διωκόμενους Εβραίους ποικίλλει εξαιρετικά. Καθοριστικός παράγοντας υπήρξε κυρίως η ύπαρξη προπολεμικών δεσμών μεταξύ των αντίστοιχων μερίδων του ελληνορθόδοξου πληθυσμού και των κατά τόπους εβραϊκών μειονοτήτων. Στην Αθήνα (όπου οι Εβραίοι ήταν ως επί το πλείστον ελληνόφωνοι αστοί, πλήρως ενσωματωμένοι στα κοινωνικά δίκτυα των χριστιανών ομολόγων τους) στην προστασία και τη διάσωσή τους πρωταγωνίστησαν όχι μόνο το ΕΑΜ, αλλά και η Αρχιεπισκοπή και η ηγεσία της Αστυνομίας Πόλεων. Στην Εύβοια και άλλα μέρη της επαρχίας, τους προστάτεψε κυρίως ο ΕΛΑΣ.


Στη Θεσσαλονίκη, τη μεγαλύτερη  εβραϊκή κοινότητα, ο κλειστός χαρακτήρας της, η υπακοή της στο «νομιμόφρονα» αρχιραββίνο και η απομόνωσή της από τον (εχθρικό σε μεγάλο βαθμό) ελληνορθόδοξο πληθυσμό επέφεραν την ολοσχερή σχεδόν εξολόθρευσή της (σε ποσοστό 96%)• μοναδικές –μεμονωμένες– εξαιρέσεις αποτέλεσαν όσοι αριστεροί Εβραίοι κατέφυγαν έγκαιρα στην Ελεύθερη Ελλάδα του ΕΑΜ. Στην Κέρκυρα, οι ελληνικές αρχές όχι μόνο υποστήριξαν την εκτόπιση των Εβραίων του νησιού, αλλά οργάνωσαν ακόμη και δημόσια γιορτή για να γλεντήσουν το γεγονός! Σε γενικές γραμμές, η Χωροφυλακή και (πολύ περισσότερο) τα Τάγματα Ασφαλείας μετείχαν ενεργά στη συγκέντρωση και αποστολή των Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης, ως αναπόσπαστο τμήμα του κατοχικού μηχανισμού.  


11. Το ΕΑΜ μεταχειρίστηκε βία και εναντίον Ελλήνων. Άρα τα Τάγματα ασφαλείας ήταν απάντηση στην «κόκκινη βία»;



Το ΕΑΜ, όπως και οι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις, χρησιμοποίησε βία εναντίον τριών κυρίως κατηγοριών Ελλήνων: (α) επίσημων συνεργατών του κατακτητή, (β) εναντίον «μη ιδεολογικών» καταδοτών που έθεταν σε κίνδυνο την επιβίωση των οργανώσεών του, και (γ) στρατιωτικών σχηματισμών που επιχειρούσαν να συγκροτηθούν ως διακριτός (κι εχθρικός προς το ίδιο) πόλος σε συγκεκριμένα σημεία της υπαίθρου. Στην τελευταία περίπτωση, η άσκηση στρατιωτικής πίεσης συμβάδιζε συνήθως με την πρόταση ενσωμάτωσης των ίδιων αυτών σχηματισμών στις γραμμές του ΕΛΑΣ, πολιτική που εφαρμόστηκε επανειλημμένα (με γνωστότερη και συμβολικά πιο σημαντική περίπτωση αυτή του στρατηγού Σαράφη, που συνελήφθη το 1943 απ’ τον ΕΛΑΣ για ν’ αναδειχθεί κατόπιν σε αρχιστράτηγό του).


Από πληθώρα πηγών γνωρίζουμε πως η ανάπτυξη πολλών από αυτούς τους σχηματισμούς (του Ε.Σ. στην Πελοπόννησσο, της ΠΑΟ στη Μακεδονία κλπ.) είχε ως στόχο όχι την αντίσταση κατά των ναζί αλλά τη στρατιωτική πάταξη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, σε κάποιας μορφής συνεργασία με τις γερμανοϊταλικές κατοχικές αρχές (σχέσεις Βρετάκου-γερμανικών μονάδων, συνεργασία οπλισμένων χωριών της ΠΑΟ με τη Βέρμαχτ κλπ). Η πολιτική επιλογή του ΕΛΑΣ να μην αφήσει χώρο ανάπτυξης στις περισσότερες απ’ αυτές τις πολιτικοστρατιωτικές οργανώσεις (με εξαίρεση τον ΕΔΕΣ και το 5/42-ΕΚΚΑ) υπήρξε ως εκ τούτου μια μάλλον δικαιολογημένη αμυντική πολιτική.

Η ανάπτυξη των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι ωστόσο ένα φαινόμενο πολύ πιο περίπλοκο και δεν μπορεί να θεωρηθεί «αμυντική» απάντηση στην «κόκκινη βία»: αλλού είχε να κάνει με κοντόφθαλμο καιροσκοπισμό (λ.χ., μπες στα Τάγματα για να φτιάξεις την προίκα της κόρης σου με λεηλασίες), αλλού πρόκυψε ως προέκταση τοπικών προσωπικών αντιπαραθέσεων και οικογενειακών βεντετών, αλλού υπήρξε απάντηση των πιο καθυστερημένων στρωμάτων στις εκσυγχρονιστικές επαγγελίες του ΕΑΜ (π.χ., συμμετοχή των γυναικών στα κοινά και των κοριτσιών στην ΕΠΟΝ), αλλού ως απλός τρόπος βιοπορισμού λούμπεν εργατικών στρωμάτων μετά τις μαζικές απολύσεις του 1943-44.


Σε κάθε περίπτωση, και παρά τους πρόσφατους ισχυρισμούς των «μετα-αναθεωρητών» που απλώς ανακυκλώνουν τις απόψεις της μετεμφυλιακής και χουντικής προπαγάνδας, ο φόρος αίματος που κατέβαλε το στρατόπεδο των δωσιλόγων ως την απελευθέρωση στην «κόκκινη βία» του ΕΛΑΣ υπήρξε απείρως μικρότερος από τις σφαγές που πραγματοποίησαν τα κατοχικά στρατεύματα και οι ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους.


12. Αν είχε επικρατήσει το ΕΑΜ θα γινόμασταν «Αλβανία» ή «Βουλγαρία»; Δεν ήταν αναπόφευκτο να φτάσουμε σε ένα καθεστώς ανελεύθερο όπως του υπαρκτού;

Το ερώτημα θα είχε ίσως νόημα αν έμπαινε σε κάποια δυτικοευρωπαϊκή χώρα με ελεύθερη πολιτική ζωή μετά το 1945. Ας θυμηθούμε ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, μέχρι το 1974 η δημοκρατία τελούσε υπό μερική ή ολική αναστολή.


Επιπλέον, σε τελική ανάλυση, το ΕΑΜ δεν επιχείρησε καν να πάρει την εξουσία (όπως μπορούσε να κάνει το Σεπτέμβρη-Οκτώβρη του 1944) επειδή ακριβώς δεν σχεδίαζε να εγκαθιδρύσει ένα τέτοιο καθεστώς αλλά εναπέθετε (αφελώς, όπως αποδείχθηκε) τις όποιες ελπίδες δημοκρατικής επικράτησής του στις υποτιθέμενες δημοκρατικές ευαισθησίες της απέναντι πλευράς. Εξίσου προβληματική αποδεικνύεται ακόμη και η ταύτιση των κομμουνιστικών και αντιστασιακών κινημάτων, η βεβαιότητα του «μονόδρομου». Για παράδειγμα, αν το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα κέρδιζε τις εκλογές του 1948 (για να μη γίνει αυτό εξαπολύθηκε μια γιγάντια προπαγανδιστική εκστρατεία, με άμεση συμμετοχή της CIA, διοχέτευση τεράστιων κεφάλαιων κλπ.) πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι θα είχε εγκαθιδρυθεί μια «κομμουνιστική δικτατορία» στη Ρώμη;


Τέλος, σήμερα, στη συγκυρία που τα Μνημόνια,  το ΔΝΤ και οι κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές ελίτ διαλύουν τον κοινωνικό ιστό, καταρρακώνουν το βιοτικό επίπεδο, αποδιαρθρώνουν τη δημοκρατία, πρέπει να είμαστε ακόμα πιο επιφυλακτικοί σε τέτοιες «αναπόφευκτες» λογικές.
 

13. Ποια η τύχη των ταγματασφαλιτών και ποια των αντιστασιακών μετά το τέλος του Εμφυλίου;
Ο μεγάλος όγκος των ταγματασφαλιτών αποκαταστάθηκε πλήρως, ανάλογα με τη θέση και τα «προσόντα» του, στο μεταπολεμικό κράτος των εθνικοφρόνων. Για να σταθούμε σε μερικές μόνο κραυγαλέες περιπτώσεις: ο υποδιοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Χαλκίδας Χρήστος Γερακίνης διορίστηκε το 1945 υποδιοικητής της Ευελπίδων, προήχθη σε υποστράτηγο «επί του πεδίου της μάχης» στον Γράμμο το 1949, ενώ το 1954 χρημάτισε υφυπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Παπάγου. Ο διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Πατρών είχε το 1955 ως επίσημη έδρα του τα κεντρικά γραφεία του (κυβερνώντος) «Εθνικού Συναγερμού» του Παπάγου. Το αποκορύφωμα θα έρθει στη διάρκεια της χούντας, όταν η δράση των ταγματασφαλιτών αναγνωρίστηκε επίσημα ως «Εθνική Αντίσταση» (κατά των κομμουνιστών) με διάφορα ηθικά και υλικά παρεπόμενα (συντάξιμος χρόνος, προτεραιότητα στις προσλήψεις και τις προαγωγές στο δημόσιο, τη διανομή αγροτικού κλήρου, τη χορήγηση στεγαστικού δανείου κλπ.). Με μεταγενέστερο διάταγμα, τα προνόμια αυτά αναγνωρίστηκαν και στους συγγενείς των ταγματασφαλιτών.

Για τους αντιστασιακούς, βασική διαχωριστική τομή αποτέλεσε η συμμετοχή στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Τα μέλη των άλλων οργανώσεων (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κλπ.) αναγνωρίστηκαν κανονικά ως αντιστασιακοί. Η απλή συμμετοχή όμως στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (του ίδιου  ή ακόμα και κάποιου συγγενή) συνεπαγόταν τον στιγματισμό ως «εαμοβούλγαρου», «εαμοσλάβου», «ανθέλληνα» κλπ. Στην καλύτερη περίπτωση, ο πρώην αντιστασιακός (αλλά και τα μέλη της οικογένειάς του) υφίσταντο τον αποκλεισμό από ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων (με βασικό τον διορισμό στο δημόσιο), καθώς δεν μπορούσαν να πάρουν χαρτί «κοινωνικών φρονημάτων». Στη χειρότερη οδηγούνταν στην  εξορία, τη φυλακή, ακόμα και στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Η τύχη από τη μια των ταγματασφαλιτών και από την άλλη των αντιστασιακών (προνόμια και πλήρης αποδοχή των πρώτων, αποκλεισμός και δίωξη για τους δεύτερους) αποτελεί ανεξίτηλο αξιακό και ηθικό στίγμα για το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος.

*Στη φωτογραφία: Σκίτσο του καλλιτέχνη Zec που δημοσιεύθηκε στην αγγλική εφημερίδα Daily Mirror. Από την έκδοση "Salute to Greece", Λονδίνο 1942

left.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου